Η Συνήγορος του Πολίτη υπέβαλλε την έκθεση το 2003, έχοντας βέβαια ως νομικό πλαίσιο τον τότε ισχύοντα νόμο. Τα σημαντικά συμπεράσματα όμως στα οποία καταλήγει πιστεύω ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν ξεπερασμένα λόγω της αλλαγής του νόμου.
Νομικό έρεισμα στο οποίο στηρίζονται οι προτάσεις του Συνηγόρου είναι η «αρχή της προφύλαξης». Η αρχή αυτή, η οποία έχει ήδη αναγνωρισθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και μάλιστα ως κανόνας δικαίου με άμεση εφαρμογή, δικαιολογεί τη λήψη πρόσθετων προστατευτικών μέτρων για την υγεία και το περιβάλλον στις περιπτώσεις εκείνες, όπως εν προκειμένω η έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, όπου δεν υπάρχει πλήρης επιστημονική βεβαιότητα ως προς το εύρος και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κινδύνων, καθώς και ως προς την ανεκτή ποσότητα έκθεσης και τις αναγκαίες αποστάσεις από τις πηγές ακτινοβολίας.
Η προσέγγιση που υιοθετείται στην ελληνική νομοθεσία για τα αποδεκτά όρια ασφαλείας (ΚΥΑ 53571/3839/2000, ΦΕΚ 1105 Β΄)- στην ίδια ΚΥΑ αναφέρεται και ο νέος νόμος- απηχεί μια μινιμαλιστική εκδοχή του κινδύνου με βάση τις αποδεδειγμένες μόνον επιδράσεις, χωρίς να περιλαμβάνει περιπτώσεις για τις οποίες ο κίνδυνος είναι απλώς πιθανολογούμενος, αλλά όχι αποδεδειγμένος (αρχή ελάχιστης προστασίας). Αντίθετα, η προσέγγιση που υιοθετούν οι περισσότεροι ανεξάρτητοι επιστήμονες και εμπειρογνώμονες στηρίζεται στην έννοια του πιθανολογούμενου κινδύνου, που επιβάλλει τη λήψη μέτρων για την μείωση της αβεβαιότητας και την αποτροπή ακόμη και των ενδεχόμενων βλαπτικών επιδράσεων (αρχή συνετής αποφυγής).
Σε ανάλογη κατεύθυνση με τους ανεξάρτητους επιστήμονες κινείται και η νομολογία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων, η οποία αντιμετωπίζει την έκθεση στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία ως χαρακτηριστική περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας κατά το άρθρο 57, σε συνδυασμό με τα άρθρα 966 και 967 του Α.Κ. Στις αποφάσεις τους, τα πολιτικά δικαστήρια δέχονται ότι, εφόσον η επιστήμη δεν έχει ακόμη καταλήξει σε ασφαλή και οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την επικινδυνότητα των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, επιβάλλεται η λήψη αυστηρότερων μέτρων για την αποτροπή ζημιογόνων συνεπειών στην υγεία, όπως η τήρηση ορισμένων αποστάσεων από κατοικημένες περιοχές, υιοθετώντας έτσι την αρχή της προφύλαξης, η οποία, εν επιστημονική αμφιβολία, δημιουργεί τεκμήριο υπέρ της υγείας και του περιβάλλοντος.
Όσον αφορά την επιστημονική πλευρά του θέματος ο Συνήγορος συμπεραίνει ότι στις γνωμοδοτήσεις των ανεξάρτητων επιστημόνων και ερευνητών, πιθανολογείται η πρόκληση σοβαρών επιπτώσεων στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον από την έκθεση του κοινού στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία και ειδικότερα από την έκθεση σε σταθμούς βάσης κινητής τηλεφωνίας. Όπως προκύπτει από τις σχετικές γνωμοδοτήσεις, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι τα θεσμοθετημένα στην Ελλάδα επίπεδα ασφαλούς έκθεσης (όρια επικινδυνότητας) είναι υψηλά, συγκριτικώς προς τα ισχύοντα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και, ως εκ τούτου, δεκτικά περαιτέρω μείωσης. Παράλληλα, οι επιστήμονες υπογραμμίζουν την ανάγκη τοποθέτησης των κεραιών σε επαρκή απόσταση από κατοικημένες περιοχές και ειδικά κτήρια (πχ. σχολεία, νοσοκομεία, παιδικούς σταθμούς και άλλους χώρους συνάθροισης κοινού), ώστε να μειωθούν οι πιθανολογούμενοι κίνδυνοι.
Ως προς τη νομική πλευρά διαπιστώνει:
- Πλημμελή τήρηση των πολεοδομικών προϋποθέσεων για την τοποθέτηση των κεραιών
- Ελλιπή συντονισμό και πλημμελή συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών της διοίκησης, φαινόμενο που επιτείνεται από την πολυπλοκότητα του ισχύοντος νομικού πλαισίου, αλλά και από την ύπαρξη αντιφατικών και αντικρουόμενων διατάξεων
- Μη συστηματικές διαδικασίες ελέγχου των επιτρεπόμενων ανώτερων ορίων ακτινοβολίας από τους εξουσιοδοτημένους προς τούτο φορείς. Οι σχετικοί έλεγχοι, όταν διενεργούνται, γίνονται κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος από πολίτες, ενώ είναι αμφίβολο αν διενεργούνται περιοδικώς δειγματοληπτικοί έλεγχοι με πρωτοβουλία των αρμοδίων υπηρεσιών. Το ύψος του παραβόλου που καταβάλλουν οι πολίτες για τη διενέργεια ελέγχου φέρεται να είναι υψηλό, γεγονός που αποτρέπει πολλούς πολίτες από την υποβολή σχετικής αιτήσεως.
- Ελένη Παπαθεοδοσίου