Δευτέρα 9 Ιουλίου 2007

Ο αρχαίος οικισμός στο Καραμπουρνάκι (πρώην στρατόπεδο Κόδρα) και οι πανεπιστημιακές ανασκαφές (1994-2006)


















3

















Ο αρχαίος οικισμός στο Καραμπουρνάκι (πρώην στρατόπεδο Κόδρα)
και οι πανεπιστημιακές ανασκαφές (1994-2006)
Ο χώρος του πρώην στρατοπέδου Κόδρα εκτείνεται πάνω στη χερσόνησο που απολήγει στο ακρωτήριο Καραμπουρνάκι. Εκεί μέσα, συγκεκριμένα πάνω σ’ ένα χαμηλό λόφο (τούμπα), βρίσκεται ένας σημαντικός αρχαίος οικισμός. Αυτός ήταν παραθαλάσσιος αλλά σήμερα είναι αποκομμένος από το φυσικό του λιμάνι. Λείψανα λιμενικών εγκαταστάσεων διακρίνονται μέσα στο νερό στη γειτονική μαρίνα και κάτω από το Κυβερνείο.
Οι πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στο στρατόπεδο έγιναν το 1917-1918 από μέλη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Στρατού της Ανατολής και έφεραν στο φως τάφους του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ. Η πρώτη συστηματική αν και ολιγοήμερη ανασκαφή έγινε τον Ιούλιο του 1930 από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλο­νίκης, υπό τη διεύθυνση του τότε καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Κωνσταντίνου Ρωμαίου. Μικρής έκτασης ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν επίσης τη δεκαετία του 1950 με αφορμή τη διάνοιξη του παραλιακού δρόμου Θεσσαλονίκης-Νέας Κρήνης (οδός Πλαστήρα).
Δυστυχώς οι μακρόχρονες στρατιωτικές εγκαταστάσεις δεν αλλοίωσαν μόνο τη φυσιογνωμία του χώρου αλλά προκάλεσαν διαταράξεις στα αρχαιολογικά στρώματα και καταστροφές στα αρχαία οικοδομικά λείψανα. Συχνές ήταν οι ταφές αλόγων και μουλαριών του στρατού και του Ιππικού Ομίλου ανάμεσα στα αρχαία.
Από το καλοκαίρι του 1994, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης άρχισε συστηματικές ανασκαφές στον αρχαίο οικισμό υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας Μιχάλη Τιβέριου, με τη συνεργασία της γράφουσας και της ερευνήτριας-αρχαιολόγου Δέσποινας Τσιαφάκη καθώς και με τη συμμετοχή πολλών προπτυχιακών και μεταπτυχιακών φοιτητών Αρχαιολογίας.
Μέχρι και το 2006 ερευνήσαμε στην κορυφή της τούμπας 115 σκάμματα (εικ. 1), διαστάσεων 4x4 μ., το βάθος των οποίων δεν ξεπερνά συνήθως το 1,50 μ. Oι ανασκαφές έφεραν στο φως οικοδομικά λείψανα και πολυάριθμα κινητά ευρήματα που χρονολογούνται κυρίως από τον 9ο μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ. Τα οικοδομικά κατάλοιπα ανήκουν σε δύο φάσεις: η παλιότερη χρονολογείται γύρω στα μέσα του 6ου και η νεότερη στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται για οικίες με ορθογώνια δωμάτια και αποθηκευτικούς χώρους γεμάτους πιθάρια (εικ. 2). Εντοπίστηκαν επίσης μικρά λίθινα πλακόστρωτα για οικιακές εργασίες, βοτσαλωτά δάπεδα και πήλινες εστίες. Τις μόνες μέχρι σήμερα ενδείξεις για την ύπαρξη μνημειακών οικοδομημάτων στον οικισμό αποτελούν δύο τμήματα από πήλινες αρχιτεκτονικές σίμες, δηλαδή από την ανωδομή των κτηρίων.
Ως οικιακοί θα πρέπει να θεωρηθούν και ορισμένοι ημιυπόγειοι, συνήθως κυψελόμορφοι χώροι (εικ. 3) λαξεμένοι μέσα στο σκληρό φυσικό έδαφος («υπόσκαπτα» διαμέτρου 1,50-2,50 μ.). Γνωρίζουμε από τις αρχαίες πηγές ότι οι κατασκευές αυτού του τύπου ονομάζονταν στη Μακεδονία «άργελαι».
Σημαντικό εύρημα της ανασκαφής είναι και οι «λάκκοι απορριμμάτων» που εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία της τούμπας και είχαν ανοιχθεί στην αρχαιότητα για να δεχθούν κεραμικά συντρίμμια.
Ο κύριος όγκος των κινητών ευρημάτων ανήκει στην κατηγορία της κεραμικής (εικ. 4). Τα αγγεία, στο σύνολό τους, χρονολογούνται από τον 9ο έως και τον 5ο αιώνα π.Χ., τα περισσότερα ανήκουν, ωστόσο, στα αρχαϊκά χρόνια (7ος και 6ος αιώνας π.Χ.).
Τα εισαγμένα αγγεία μαρτυρούν με τον καλύτερο τρόπο τις επαφές και τις εμπορικές σχέσεις του οικισμού με πολλές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Έχουν έρθει στο φως πολλά θραύσματα γεωμετρικών αγγείων (10ος-8ος αι. π.Χ.) από την Εύβοια και ορισμένα από την Αττική, τη Θεσσαλία και την Ανατολική Ελλάδα. Στα αρχαϊκά χρόνια εισάγονταν αγγεία από διάφορα κέντρα του Βόρειου Αιγαίου και της Ανατολικής Ελλάδας (παράλια Μικράς Ασίας και νησιά Ανατολικού Αιγαίου), από την Κόρινθο, την Αττική, τη Λακωνία, ακόμη και από την Κύπρο και την Καρία.
Εξίσου ενδιαφέρουσες και πολυάριθμες είναι οι διάφορες κατηγορίες της «ντόπιας» κεραμικής που χρονολογούνται από τους υστερομυκηναϊκούς ως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ορισμένες από τις πλέον χαρακτηριστικές κατηγορίες είναι τα μεγάλου σχήματος αγγεία της λεγόμενης «ασημίζουσας» κεραμικής, οι μεγάλες οινοχόες με ταινιωτή διακόσμηση ή με προσεγμένη στίλβωση και τα λεγόμενα «ιωνίζοντα ωοκέλυφα» αγγεία (εικ. 5) με πολύ λεπτά τοιχώματα. Ειδικά για την τελευταία ομάδα είμαστε βέβαιοι ότι κατασκευαζόταν στο Καραμπουρνάκι, καθώς βρήκαμε τα απορρίμματα ενός κεραμικού εργαστηρίου με πολλά τέτοια κακοφτιαγμένα αγγεία μαζί με άψητα κομμάτια πηλού μέσα σε ένα από τα «υπόσκαπτα».
Πολύ μεγάλος είναι ο αριθμός από εμπορικούς οξυπύθμενους αμφορείς για τη μεταφορά κρασιού και λαδιού, οι οποίοι προέρχονται από την Αττική, την Κόρινθο, τη Χίο, τη Σάμο, τη Λέσβο, τη Μίλητο, τις Κλαζομενές, τη Μένδη και τη Θάσο. Ορισμένοι φέρουν χαραγμένα ή ζωγραφισμένα εμπορικά σύμβολα και επιγραφές. Δεν λείπουν ακόμη και οι ξενόγλωσσες επιγραφές, όπως καρικές, με εμπορικό πιθανότατα περιεχόμενο.
Από τα υπόλοιπα ευρήματα ξεχωρίζουν τα πήλινα ειδώλια, οι πήλινες και λίθινες μήτρες για την κατασκευή κοσμημάτων, τα χάλκινα περίαπτα, ένας αιγυπτιακός σκαραβαίος με ιερογλυφικά σύμβολα και ένα αργυρό νόμισμα Περδίκκα Β΄.
Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν την έντονη εμπορική δραστηριότητα και τον πρωτεύοντα ρόλο του οικισμού που ανασκάπτουμε, ο οποίος μαζί με το λιμάνι του αποτελούσε το σημαντικότερο οικονομικό κέντρο στο μυχό του Θερμαϊκού κόλπου κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους. Ιδιαίτερα η αρχαϊκή περίοδος φαίνεται ότι υπήρξε εποχή μεγάλης ακμής για τον αρχαίο οικισμό, με έντονη παρουσία των Ελλήνων της Ανατολικής Ελλάδας, κυρίως Ιώνων, αλλά και εμπόρων από διάφορες περιοχές, ακόμη και από την Καρία και τη Φοινίκη, όπως μαρτυρούν τα σχετικά ευρήματα. Πρόκειται, επομένως, για έναν παραθαλάσσιο οικισμό με κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.
Με βάση λοιπόν τις γραπτές μαρτυρίες και τα δεδομένα των μέχρι σήμερα ανασκαφικών ερευνών μας, το αρχαίο πόλισμα στο Καραμπουρνάκι πρέπει να αποτελούσε τμήμα της αρχαίας Θέρμης, της σπουδαιότερης πόλης στο μυχό του Θερμαϊκού πριν από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Η Θέρμη ήταν προφανώς χτισμένη «κωμηδόν», απαρτιζόταν δηλαδή από μικρούς ατείχιστους οικισμούς σκορπισμένους σε διάφορα σημεία της περιοχής. Δεν αποκλείεται να έχουμε εδώ την πρώτη μόνιμη παρουσία Ελλήνων στην περιοχή, οι οποίοι πρέπει να συνυπήρξαν με τους ντόπιους. Οι Έλληνες έδωσαν ασφαλώς και το όνομα Θέρμη στο «κωμηδόν» πόλισμα.
Από το 1997 η πολυπληθής ερευνητική ομάδα μας έχει εγκατασταθεί στο επισκευασμένο Κτηνιατρείο του πρώην στρατοπέδου. Παράλληλα με τις ανασκα­φικές έρευνες, διεξάγονται κάθε χρόνο συστηματικές εργασίες συντήρησης και καταγραφής του ανασκαφικού υλικού με στόχο τη δημοσίευσή του. Σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Πολιτιστικής και Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας (ΙΠΕΤ) στην Ξάνθη, γίνεται η ψηφιοποίηση της ανασκαφής με τη δημιουργία μιας πολυμεσικής βάσης δεδομένων (http://melanippe.ipet.gr/karabournaki). Στόχος μας είναι από τη μια να αναπτύξουμε ένα χρήσιμο εργαλείο δουλειάς για τη μελέτη του χώρου που ανασκάπτουμε και από την άλλη να γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα των ερευνών μας τόσο στους ειδικούς όσο και στο ευρύτερο κοινό. Τέλος, οι εργασίες μας στο Καραμπουρνάκι χρηματοδοτούνται σε ετήσια βάση από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης.
Ελένη Μανακίδου
Επίκουρη Καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας
Τομέας Αρχαιολογίας
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Α.Π.Θ.
Φιλοσοφική Σχολή / 54124 Θεσσαλονίκη
hmanak@hist.auth.gr


ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
Εικ. 1 «Ντόπια» και εισαγμένα αγγεία από τον αρχαίο οικισμό
Εικ. 2 «Ιωνίζοντα ωοκέλυφα» αγγεία
Εικ. 3 «Υπόσκαπτα»
Εικ. 4 Γενική άποψη ανασκαφικών τομών